- χειρομάνικο
- το / χειρομάνικον, ΝΜ, και χερομάνικο Ν1. το μανίκι2. στον πληθ. τα χειρομάνικα(βυζ.) οι χειρίδες από δικτυωτό μεταλλικό πλέγμα ή από χοντρό κατεργασμένο δέρμα, τις οποίες έφεραν οι Βυζαντινοί στρατιώτες ως συμπλήρωμα τού θώρακα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + μανίκιον].
Dictionary of Greek. 2013.